Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
passear ; (быть свободным от работы) folgar ; (кутить) pandegar ; farrear (Bras.) ; (распутничать) levar uma vida desregrada ; debochar
perambular vi
гулять, бродить
ser cabeça de pássaro
ветер в голове гуляет
Ορισμός
гулять
несов. неперех.
1) а) Ходить не торопясь для отдыха, для удовольствия.
б) Проводить время на воздухе.
в) Бесцельно бродить.
2) а) перен. разг. Перемещаться в разных направлениях, быть в движении.
б) Переходить с предмета на предмет, не сосредоточиваясь на чем-л. (о взгляде, мысли и т.п.).
в) Находиться неизвестно где, передаваться от одного к другому (о письме, книге и т.п.).
3) а) перен. разг. Быть свободным от работы; отдыхать.
б) Проводить время в праздности, ничего не делая; бездельничать.
4) а) перен. разг. Веселиться, развлекаться.
б) Кутить, предаваться разгулу.
5) а) перен. разг. Находиться с кем-л. в близких, любовных отношениях.
б) Вести распутный, развратный образ жизни.
6) перен. разг. Не быть в употреблении, пустовать (о земле, помещении и т.п.).